- ὁλοκληρία
- ὁλο-κληρία, ἡ, die Ganzheit, Vollständigkeit, Unversehrteit in allen Teilen; das ganze Erbteil
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ὁλοκληρία — ὁλοκληρίᾱ , ὁλοκληρία completeness fem nom/voc/acc dual ὁλοκληρίᾱ , ὁλοκληρία completeness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκληρίᾳ — ὁλοκληρίαι , ὁλοκληρία completeness fem nom/voc pl ὁλοκληρίᾱͅ , ὁλοκληρία completeness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολοκληρία — η (ΑΜ ὁλοκληρία) [ολόκληρος] νεοελλ. φρ. «καθ ολοκληρίαν» εντελώς, εξ ολοκλήρου μσν. αρχ. η ολότητα, το πλήρες, το σύνολον, η ακεραιότητα σε όλα τα μέρη, η πληρότητα («μέρους τινός ὑποσπωμένου ἐκ τῆς κατὰ γένος ὁλοκληρίας», Ευστ.) … Dictionary of Greek
ὁλοκληρίας — ὁλοκληρίᾱς , ὁλοκληρία completeness fem acc pl ὁλοκληρίᾱς , ὁλοκληρία completeness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκληρίαν — ὁλοκληρίᾱν , ὁλοκληρία completeness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοκληρίαις — ὁλοκληρία completeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
целость — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ὁλοκληρία) здоровье. … … Словарь церковнославянского языка
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
ԱՌՈՂՋՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0311 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. ὐγίεια sanitas, ὀλοκληρία integritas Առողջն գոլ, եւ առողջանալն. ունելն կամ ընդունելն զբարեխառն վիճակ անախտութեան եւ ամբողջութեան մարմնոյ. ... *Քան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)